ἀστεροειδής

From LSJ
Revision as of 15:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστεροειδής Medium diacritics: ἀστεροειδής Low diacritics: αστεροειδής Capitals: ΑΣΤΕΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: asteroeidḗs Transliteration B: asteroeidēs Transliteration C: asteroeidis Beta Code: a)steroeidh/s

English (LSJ)

ές,    A star-like, Ph.1.20,633 (Sup.), Plu.2.933e. Adv. -δῶς Dsc.1.19.    II starred, starry, E.Fr.114 ap.Ar.Th.1067.

German (Pape)

[Seite 375] ές, sternenähnlich, Plut.; gestirnt, voll Sterne, αἰθήρ Eur. Andr. frg. 28, 3; vgl. Ar. Th. 1066.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστεροειδής: -ές, ὅμοιος ἀστέρι, Πλούτ. 2. 933Ε. - Ἐπίρρ. -δῶς Διοσκ. 1. 18. ΙΙ. πλήρης ἀστέρων, ἀστερώδης, Εὐρ. (Ἀποσπ. 114) παρ’ Ἀριστοφ. Θεσμ. 1067.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 semblable à une étoile, astéroïde;
2 étoilé.
Étymologie: ἀστήρ, εἶδος.

Spanish (DGE)

-ές
I 1estrellado ἀστεροειδέα νῶτα ... αἰθέρος ἱερᾶς E.Fr.114.
2 semejante a las estrellas φύσεις Ph.1.20, αὐγαί Ph.1.633, σῶμα Plu.2.933e.
II adv. -ῶς de manera semejante a una estrella ὁ δὲ δεδολωμένος ἐπιπλεῖ ... διαχεόμενος ἀ. Dsc.1.19.

Greek Monolingual

-ές (AM ἀστεροειδής, -ές)
ο όμοιος με αστέρα
νεοελλ.
ο γεμάτος αστέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αστήρ (-έρος) + -ειδής < είδος].

Russian (Dvoretsky)

ἀστεροειδής:
1) звездообразный (σῶμα πύρινον καὶ ἀστεροειδές Plut.);
2) звездный (αἰθήρ Eur., Arph.; οὐρανός Arst.).