ἡδύφωνος

From LSJ
Revision as of 17:05, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδῠφωνος Medium diacritics: ἡδύφωνος Low diacritics: ηδύφωνος Capitals: ΗΔΥΦΩΝΟΣ
Transliteration A: hēdýphōnos Transliteration B: hēdyphōnos Transliteration C: idyfonos Beta Code: h(du/fwnos

English (LSJ)

Dor. ἁδ-, Aeol. ἀδ-, ον,

   A sweet-voiced, Sapph.61; ὄρτυξ Pratin.Lyr.4, cf. Aristaenet.1.10.

German (Pape)

[Seite 1155] von lieblicher Stimme, Poll. 2, 111; dor. ἁδ. ὄρτυξι Pratin. bei Ath. IX, 392 f.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδύφωνος: -ον, ἔχων ἡδεῖαν φωνήν, γλυκύφωνος, Σαπφὼ 66· ὄρτυξ Πρατίν. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la voix agréable.
Étymologie: ἡδύς, φωνή.

Greek Monolingual

ἡδύφωνος, δωρ. τ. ἁδύφωνος, αιολ. τ. ἀδύφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκύφωνος.
επίρρ...
ἡδυφώνως (Μ)
με γλυκιά φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαρβαρό-φωνος, λιγό-φωνος, ομό-φωνος κ.ά.].

Greek Monotonic

ἡδύφωνος: -ον (φωνή), ο γλυκόφωνος, σε Σαπφώ.

Russian (Dvoretsky)

ἡδύφωνος: сладкозвучный Sappho.

Middle Liddell

ἡδύ-φωνος, ον φωνή
sweet-voiced, Sapph..