ἰσοκέφαλος

From LSJ
Revision as of 23:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοκέφᾰλος Medium diacritics: ἰσοκέφαλος Low diacritics: ισοκέφαλος Capitals: ΙΣΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: isoképhalos Transliteration B: isokephalos Transliteration C: isokefalos Beta Code: i)soke/falos

English (LSJ)

ον,    A like-headed, dub. in Ibyc.16.

German (Pape)

[Seite 1264] gleichköpfig, Ibyc. 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοκέφᾰλος: -ον, ἔχων ὁμοίαν κεφαλήν, ἐσφ. γραφ. ἀντὶ ἰσόπαλος, Ἴβυκος παρ’ Ἀθην. 58Α.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσοκέφαλος, -ον) αυτός που έχει κεφάλι όμοιο, ίσο με κάποιον άλλο
αρχ.
συγκεχυμένος, ασαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. αδρο-κέφαλος, ορθο-κέφαλος.