ὠκύπορος

From LSJ
Revision as of 09:20, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκῠπορος Medium diacritics: ὠκύπορος Low diacritics: ωκύπορος Capitals: ΩΚΥΠΟΡΟΣ
Transliteration A: ōkýporos Transliteration B: ōkyporos Transliteration C: okyporos Beta Code: w)ku/poros

English (LSJ)

ον,    A quick-going, in Hom. always epith. of ships, Il.1.421, 488, al., cf. Choeril.6; of streams, swift-flowing, πόρθμευμ' ἀχέων A.Ag.1557 (anap.); κυμάτων ῥιπαί Pi.P.4.194: later, ὀϊστοί AP5.85 (Claudian.); of a person, ὠκύπορος μετανίσσεται E.Hyps.Fr.1 iii 37 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠκύπορος: -ον, ὁ ταχέως πορευόμενος, παρ’ Ὁμήρ. ἀείποτε ἐπίθετον τῶν πλοίων, Ἰλ. Α. 421, 488, κ. ἀλλ.· οὕτως, ὀϊστοὶ Ἀνθ. Π. 5. 86· ἐπὶ ῥυάκων ἢ ποταμῶν, ὁ ταχέως ῥέων, πόρθμευμ’ ἀχέων Αἰσχύλ. Ἀγ. 1558· ῥιπαὶ κυμάτων Πινδ. Π. 4. 345· φέρεται καὶ ὠκυπόρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s’avance rapidement.
Étymologie: ὠκύς, πόρος.

English (Autenrieth)

swift-sailing, fast-going.

English (Slater)

ὠκῠπορος, -ον
   1 swift travelling ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν (P. 1.74) ὠκυπόρους κυμάτων ῥιπὰς (P. 4.194)

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που πορεύεται με ταχύτητα
2. (για πλοίο) ταχύπλοος, γοργοτάξιδος
3. (για ρυάκι ή ποταμό) αυτός που ρέει ορμητικά
4. (για βέλος) αυτός που επιτυγχάνει αμέσως τον στόχο του («ὠκύποροι ὀϊστοὶ Ἔρωτος», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + πόρος (πρβλ. ταχύ-πορος)].

Greek Monotonic

ὠκύπορος: -ον, αυτός που πηγαίνει, που πορεύεται γρήγορα, επίθ. που λέγεται για πλοία, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για ποτάμια ή ρυάκια, αυτός που ρέει γρήγορα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὠκύπορος: быстроходный, быстро несущийся, стремительный (ναῦς Hom.; ῥιπαὶ κυμάτων Pind.; πόρθμευμα Aesch.; ὀϊστοί Anth.).

Middle Liddell

ὠκύ-πορος, ον,
quick-going, of ships, Il.: of streams, swift-flowing, Aesch.