ἰκμάζω

Revision as of 11:55, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

= sq., Nic.Fr.70.17. II filter through, ooze, Alex.Aphr.in Mete.87.27. III evaporate moisture, dry up, ἰκμασθέντος δὲ τούτου Plu.2.954e codd.; ἰκμάζειν· κατασκελετεύειν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1248] = Folgdm; ἰκμάζουσα Nic. bei Ath. IV, 133 e; ἰκμασθέντος Plut. pr. frig. 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἰκμάζω: τῷ ἑπομ., Νικ. Ἀποσπ. 3. 16. ΙΙ. ὡς τὸ ἐξικμάζω, ἐξατμίζω τὴν ὑγρασίαν, καταξηραίνω, «ἰκμάζειν· κατασκελετεύειν» Ἡσύχ.· ἰκμασθέντος δὲ τούτου Πλούτ. 2. 954Ε.

French (Bailly abrégé)

rendre humide ; Pass. être ou devenir humide.
Étymologie: ἰκμάς.

Greek Monolingual

ἰκμάζω (Α)
ικμάς
1. ικμαίνω
2. διηθώ, σουρώνω
3. εξατμίζω την υγρασία, καταξεραίνω.