ἀντιμέτωπος

From LSJ
Revision as of 14:09, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις → the beginning of education is the examination of names, the beginning of philosophical education is the examination of names, the beginning of all education is the investigation of names

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιμέτωπος Medium diacritics: ἀντιμέτωπος Low diacritics: αντιμέτωπος Capitals: ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΟΣ
Transliteration A: antimétōpos Transliteration B: antimetōpos Transliteration C: antimetopos Beta Code: a)ntime/twpos

English (LSJ)

ον,    A front to front, face to face, X.HG4.3.19, Ages.2.12, Hld.9.16.

German (Pape)

[Seite 255] (μέτωπον), mit entgegengekehrter Stirn, συνέῤῥαξέ τινι, vom Angriff in der Front, Xen. Hell. 4, 3, 19; Ages. 2, 12; Arr. An. 3, 15, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιμέτωπος: -ον, πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, μέτωπον πρὸς μέτωπον, ἀλλ’ ἀντιμέτωπος συνέρραξε τοῖς Θηβαίοις Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 19, Ἀγησ. 2. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
opposés front contre front, de front ; confronté.
Étymologie: ἀντί, μέτωπον.

Spanish (DGE)

-ον
que está cara a cara, de frente ἀ. συνέρραξε τοῖς Θηβαίοις X.HG 4.3.19, cf. Ages.2.12, σφίσι ... ἀντιμέτωποι προσπεσόντες D.C.Epit.9.20.5, cf. Hld.9.16.1.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀντιμέτωπος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον
2. αντίπαλος.

Greek Monotonic

ἀντιμέτωπος: -ον (μέτωπον), αυτός που βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιμέτωπος: обращенный лицом (к лицу): ἀ. συνέρραξε τοῖς Θηραίοις Xen. (Агесилай) атаковал фиванцев с фронта.

Middle Liddell

μέτωπον
front to front, Xen.