ἁμαρτοεπής

From LSJ
Revision as of 16:18, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμαρτοεπής Medium diacritics: ἁμαρτοεπής Low diacritics: αμαρτοεπής Capitals: ΑΜΑΡΤΟΕΠΗΣ
Transliteration A: hamartoepḗs Transliteration B: hamartoepēs Transliteration C: amartoepis Beta Code: a(martoeph/s

English (LSJ)

ές, (ἔπος)    A erring in words, speaking at random, Il.13.824; οἶνος ἁ. wine that makes men talk at random, Poet. ap. Clem.Al. Paed.2.2.28.

German (Pape)

[Seite 117] ές, in den Worten fehlend, Hom. einmal, Iliad. 13, 824 Αἶαν ἁμαρτοεπές, βουγάιε, ποῖον ἔειπες; vgl. οὐχ ἡμάρτανε μύθων Od. 11, 511 u. ἀφαμαρτοεπής Iliad. 3, 215; – οἶνος ἁμ., der Wein macht, daß die Menschen eitel schwatzen, p. bei Clem. Alex. Paed. 2 p. 155.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαρτοεπής: -ές, (ἔπος) ὁ σφαλλόμενος ἐν τοῖς λόγοις, ὁ ἀσκέπτως ὁμιλῶν, Ἰλ. Ν. 824· οἶνος ἁμ., ὅστις κάμνει τοὺς ἀνθρώπους νὰ λέγωσιν ἀνοησίας, Ποιητ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 183.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui s’égare dans ses discours.
Étymologie: ἁμαρτάνω, ἔπος.

English (Autenrieth)

ές (ϝέπος): erring in word, rash-speaking, Il. 13.824†. Cf. ἀφαμαρτοεπής.

Spanish (DGE)

-ές

• Prosodia: [ᾰ-]
1 embustero, de palabras embusteras, Αἴας Il.13.824, cf. Cyr.Al.M.68.428D, 69.356D, 71.804A.
2 que hace equivocarse al hablar οἶνος poeta en Clem.Al.Paed.2.2.28.

Greek Monolingual

ἁμαρτοεπής, -ές (Α)
1. αυτός που σφάλλει στους λόγους, που μιλάει παράδοξα ή ματαιόδοξα
2. φρ. «οἶνος ἁμαρτοεπής», αυτός που κάνει τους ανθρώπους να φλυαρούν, να μην προσέχουν τα λόγια τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμαρτο- (< ἁμαρτάνω) + -επὴς < ἔπος.

Greek Monotonic

ἁμαρτοεπής: -ές (ἁμαρτάνω, ἔπος), αυτός που σφάλλει στα λόγια, αυτός που μιλά αψήφιστα, απερίσκεπτα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἁμαρτοεπής: говорящий вздор, празднословящий Hom.

Middle Liddell

ἁμαρτάνω, ἔπος
erring in words, speaking at random, Il.