ὑπερφερής

From LSJ
Revision as of 08:35, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast

Menander, Monostichoi, 400
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερφερής Medium diacritics: ὑπερφερής Low diacritics: υπερφερής Capitals: ΥΠΕΡΦΕΡΗΣ
Transliteration A: hyperpherḗs Transliteration B: hyperpherēs Transliteration C: yperferis Beta Code: u(perferh/s

English (LSJ)

ές,    A pre-eminent, excellent, LXX Da.2.31, Hsch.: Comp., Anon. ap. Suid., Dionysius in Wien.Stud.20.319.

German (Pape)

[Seite 1203] ές, 1) hervorragend, dah. vortrefflich, ausgezeichnet. – 2) = ὑπερηφανής, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερφερής: -ές, ἀνώτερος, ἔξοχος Ἑβδ. (Δαν. Β΄, 31). ― Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπερφερές, μέγα ὑπερέχον», πρβλ. Φώτ. καὶ Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
1. αυτός που υπερέχει, που προεξέχει, που είναι ψηλότερος από άλλους
2. μτφ. ο έξοχος, ο υπέροχος (α. «καὶ τὸ ὑπερφέρειν καὶ ὑπερφέρεσθαι καὶ ὁ ἐξ αὐτῶν ὑπερφερής, τόπῳ ἴσως ἢ ἐνδοξότητι», Ευστ.
β. «τῶν λοιπῶν ἑαυτοὺς ὑπερφερεστέρους εἶναι», Επιφάν.
γ. «καὶ ἡ πρόσοψις αὐτῆς ὑπερφερής», ΠΔ).
επίρρ...
ὑπερφερῶς Α
έξοχα, υπέροχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -φερής (< φέρω), πρβλ. περι-φερής].