παραμαίνομαι
From LSJ
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
English (LSJ)
A to be quite mad, Amips.10.
German (Pape)
[Seite 489] = simpl., in VLL. Erkl. von παρασαβάζω.
Greek (Liddell-Scott)
παραμαίνομαι: ἀποθ., μαίνομαι ἐντελῶς, γίνομαι ὅλως μανιώδης, Ἀμειψίας ἐν «Κόννῳ» 2.
Greek Monolingual
Α
είμαι εντελώς τρελός, παράφρονας.