μισοτύραννος

Revision as of 12:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῠ], ον<,    A tyrant-hater, Hdt. 6.121,123, Aeschin.3.92, Plu.Tim.3.

German (Pape)

[Seite 192] Tyrannen hassend, Tyrannenfeind; Her. 6, 121. 123; Aesch. 3, 92; Plut. Timol. 2.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσοτύραννος: -ον, ὁ μισῶν τοὺς τυράννους, Ἡρόδ. 6. 121, 123, Αἰσχίν. 66. 41.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui hait les tyrans ou la tyrannie.
Étymologie: μισέω, τύραννος.

Greek Monolingual

μισοτύραννος, -ον (Α)
αυτός που μισεί τους τυράννους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + τύραννος (πρβλ. φιλο-τύραννος)].

Greek Monotonic

μῑσοτύραννος: -ον, αυτος που αποστρέφεται τους τυράννους, σε Ηρόδ., Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

μῑσοτύραννος: (ῠ) ненавидящий тираннов Her., Aeschin., Plut.

Middle Liddell

μῑσο-τύραννος, ον
a tyrant-hater, Hdt., Aeschin.