ἄστεγος

From LSJ
Revision as of 16:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄστεγος Medium diacritics: ἄστεγος Low diacritics: άστεγος Capitals: ΑΣΤΕΓΟΣ
Transliteration A: ástegos Transliteration B: astegos Transliteration C: astegos Beta Code: a)/stegos

English (LSJ)

ον, (στέγη)    A without roof, houseless, Ps.-Phoc.24, LXX Is. 58.7, App.Hisp.78; unprotected, exposed, Ph.1.574.    II (στέγω) Act., not holding: metaph., ἄ. χείλεσι unable to keep one's mouth shut, given to prating, LXX Pr.10.8; στόμα ἄ. ib.26.28.

German (Pape)

[Seite 374] (στέγη), 1) ohne Dach, unbedeckt, Phocyl.; VLL. – 2) nach B.A. 454 u. Suid. ὁ φλύαρος καὶ ἀνυπομόνητος; (von στέγω) nicht festhaltend, nicht bewahrend, ἄστεγος χείλεσιν LXX. – Bei Diosc. steht ἄστεγνος ὄγκος, unerträglich.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no tiene techo, que no tiene cobijo de pers. ἄστεγον εἰς οἶκον δέξαι Ps.Phoc.24, πτωχοί LXX Is.58.7, οἱ στρατιῶται ... ἐν ἀστέγῳ σταθμεύοντες App.Hisp.78, αὐτός Ph.1.574, ἄστεγοι ἠδ' ἀγύναιοι Man.1.173.
2 fig. que no pone techo, que no pone freno ἄστεγον στόμα charlatán LXX Pr.26.28, ὁ ἄ. χείλεσι el que no pone techo a sus labios, que no puede estar callado LXX Pr.10.8.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄστεγος, -ον)
αυτός που δεν έχει στέγη, κατοικία
αρχ.
αυτός που δεν μπορεί να σκεπάσει, να συγκρατήσει (τα λόγια του) («ἀστέγοις χείλεσι», «ἄστεγον στόμα», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < α-στερ. + -στεγος < στέγη).