ἀφάβρωμα

From LSJ
Revision as of 16:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφάβρωμα Medium diacritics: ἀφάβρωμα Low diacritics: αφάβρωμα Capitals: ΑΦΑΒΡΩΜΑ
Transliteration A: aphábrōma Transliteration B: aphabrōma Transliteration C: afavroma Beta Code: a)fa/brwma

English (LSJ)

ατος, τό, Megarian name of a    A woman's garment, Plu. 2.295b; cf. ἅβρωμα.

German (Pape)

[Seite 406] τό, ein Megarisches Frauenkleid, Plut. qu. Gr. 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφάβρωμα: τό, Μεγαρικὸν ὄνομα γυναικείου ἐνδύματος, Πλούτ. 2. 295Α· πρβλ. ἅβρωμα παρ’ Ἡσυχ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
vêtement de femme, à Mégare.
Étymologie: ἀπό, ἁβρός.

Spanish (DGE)

-ματος, τό megar. vestido de mujer Plu.2.295b.

Greek Monolingual

ἀφάβρωμα, το (Α)
μεγαρικό γυναικείο ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- < απο- + άβρωμα «στολής γυναικείας είδος» (Ησύχ.)].

Russian (Dvoretsky)

ἀφάβρωμα: ατος τό женское платье (в Мегаре) Plut.