φιττακίδες
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
αἱ, a kind of
A woman's shoes, Poll.7.94 (v.l. φιττάκια).
Greek (Liddell-Scott)
φιττακίδες: -αἱ, εἶδος γυναικείων σανδαλίων. Πολυδ. Ζ΄, 94.
French (Bailly abrégé)
ων (αἱ) :
chaussures de femme.
Étymologie: LSJ : φιττάκια -- DELG -.
Greek Monolingual
αἱ Α
είδος γυναικείων σανδαλιών.