χάλασις
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
English (LSJ)
[χᾰ], εως, ἡ,
A slackening, loosening, of bandages, Hp. Fract.10 (pl.); τῇ χ. τε καὶ ἀνέσει Pl.R.590b; relaxation, τοῦ ῥοώδους χαλάσεως δεομένου Gal.Sect.Intr.7; τῶν στεγνῶν ib.6; but χ. νόσου remission, opp. ἐπίδοσις, Id.19.190. 2 free play of the parts of a whole, Plot.4.4.45; τῇ χαλάσει εἰδοποιηθῆναι Dam.Pr. 47. 3 lowering by means of pulleys, κιόνων University of Egypt, Faculty of Arts Bulletin 3(2).58.
German (Pape)
[Seite 1326] εως, ἡ, das Nachlassen, Loslassen, καὶ ἄνεσις Plat. Rep. IX, 590 b; – dah. das Abspannen, Erschlaffen, Schlaffwerden; ἄρθρων, Verrenkung, Diosc.; – Erweiterung einer zusammengezogenen Oeffnung, id.
Greek (Liddell-Scott)
χάλᾰσις: -εως, ἡ, χαλάρωσις, ἐπὶ ἐπιδέσμων, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 759· τῇ χ. τε καὶ ἀνέσει Πλάτ. Πολ. 590Β· χ. τῶν ἄρθρων Μοσχίων περὶ Γυν. Παθ. σ. 23· χ. τῶν πόρων, χαλάρωσις, ἄνοιξις τῶν πόρων, Γαλην.· ἐπὶ τοῦ σώματος, ὁ αὐτ. 1. 85.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
I. 1 action de relâcher, relâchement;
2 action d’écarter, d’entrouvrir;
II. action de se relâcher, relâchement.
Étymologie: χαλάω.
Greek Monolingual
-άσεως, ἡ, Α
βλ. χάλαση.
Greek Monotonic
χάλᾰσις: -εως[χᾰ], ἡ (χαλάω), χαλάρωση, χαλάρωμα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
χάλᾰσις: εως (χᾰ) ἡ расслабленность (χ. καὶ ἄνεσις Plat.).
Middle Liddell
χάλᾰσις, εως, χαλάω
a slackening, loosening, Plat.