ἐχθρόξενος

From LSJ
Revision as of 22:09, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχθρόξενος Medium diacritics: ἐχθρόξενος Low diacritics: εχθρόξενος Capitals: ΕΧΘΡΟΞΕΝΟΣ
Transliteration A: echthróxenos Transliteration B: echthroxenos Transliteration C: echthroksenos Beta Code: e)xqro/cenos

English (LSJ)

ον,    A hostile to strangers, inhospitable, ναύταισι A.Pr.727, cf. Th.606,621; δόμοι E.Alc.558.

German (Pape)

[Seite 1125] den Gastfreunden od. den Fremden feind, ungastlich; τραχεῖα πόντου Σαλμυδησία γνάθος ἐχθρόξενος ναύτῃσι Aesch. Prom. 729; – ἄνδρες – καὶ θεῶν ἀμνήμονες, Spt. 588. 603; δόμοι Eur. Alc. 558.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχθρόξενος: -ον, ἐχθρός πρὸς τοὺς ξένους, ἄξενος, ἀφιλόξενος, μισόξενος, Αἰσχύλ. Πρ. 727, Θήβ. 606, 621, Εὐρ. Ἄλκ. 558.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
hostile aux étrangers, inhospitalier.
Étymologie: ἐχθρός, ξένος.

Greek Monolingual

ἐχθρόξενος, -ον (Α)
ο εχθρός προς τους ξένους, ο αφιλόξενος, ο μισόξενοςγνάθος ἐχθρόξενος ναύταισι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + ξένος.

Greek Monotonic

ἐχθρόξενος: -ον, εχθρικός προς τους ξένους, αφιλόξενος, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐχθρόξενος: ненавидящий иноземцев, враждебный к чужеземцам, т. е. негостеприимный (ναύταισι Aesch.; δόμος Eur. - v. l. κακόξενος).

Middle Liddell

ἐχθρό-ξενος, ον
hostile to guests, inhospitable, Aesch., Eur.

English (Woodhouse)

inhospitable

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)