δύστεκνος
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ον, A unfortunate in one's children, S.OT1248, Vett. Val.18.5, Cat. Cod.Astr.1.149.
German (Pape)
[Seite 688] durch Kinder unglücklich, παιδουργία Soph. O. R. 1248.
Greek (Liddell-Scott)
δύστεκνος: -ον, ἀτυχὴς εἰς τὰ τέκνα, ἐπὶ τῆς Ἰοκάστης, Σοφ. Ο. Τ. 1248.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
malheureux par les enfants.
Étymologie: δυσ-, τέκνον.
Spanish (DGE)
-ον
de desafortunada descendencia παιδουργία S.OT 1248, cf. Vett.Val.17.11, Cat.Cod.Astr.1.149.4.
Greek Monolingual
δύστεκνος, -ον (Α)
δυστυχισμένος ως προς τα παιδιά του.
Greek Monotonic
δύστεκνος: -ον (τέκνον), δυστυχής στα παιδιά, στα τέκνα (του), σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
δύστεκνος: несчастный из-за (своих) детей: δ. παιδουργία Soph. злополучное деторождение.
Middle Liddell
δύσ-τεκνος, ον τέκνον
unfortunate in children, Soph.