μεγαλοφυΐα

From LSJ
Revision as of 11:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοφῠΐα Medium diacritics: μεγαλοφυΐα Low diacritics: μεγαλοφυΐα Capitals: ΜΕΓΑΛΟΦΥΪΑ
Transliteration A: megalophyḯa Transliteration B: megalophuia Transliteration C: megalofyia Beta Code: megalofui/+a

English (LSJ)

ἡ,    A nobleness of nature, Iamb.VP23.103 (pl.), Phlp.in de An.529.14, Hsch.    II genius, talent, Longin.13.2,36.4, Apollod.Poliorc.138.16.

German (Pape)

[Seite 108] ἡ, große, edle Natur, Sp., wie Iambl.; auch = Erhabenheit im Ausdruck, Longin. 13, 12.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοφυΐα: ἡ, ἡ μεγάλη εὐφυΐα, Ἰάμβλιχ. ἐν βίῳ Πυθ. 103, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

η (ΑM μεγαλοφυΐα) μεγαλοφυής
η ιδιότητα του μεγαλοφυούς, εξαιρετικό πνεύμα, μεγάλη διάνοια, δαιμόνιος νους
νεοελλ.
1. η υψηλότερη μορφή ανάπτυξης τών πνευματικών ικανοτήτων του ατόμου, που ενσαρκώνονται σε δημιουργήματα, επιτεύγματα και ενέργειες θαυμαστής πρωτοτυπίας, εξαιρετικής αξίας και ιστορικής σημασίας
2. το πρόσωπο που είναι προικισμένο με τις ιδιότητες αυτές
μσν.-αρχ.
τιμητικός τίτλος.