βασκοσύνη

From LSJ
Revision as of 22:10, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βασκοσύνη Medium diacritics: βασκοσύνη Low diacritics: βασκοσύνη Capitals: ΒΑΣΚΟΣΥΝΗ
Transliteration A: baskosýnē Transliteration B: baskosynē Transliteration C: vaskosyni Beta Code: baskosu/nh

English (LSJ)

ἡ, poet. for βασκανία, Poet.

   A de herb.51,131, PMag.Lond.122.34, PMag.Par.1.1400.

German (Pape)

[Seite 438] ἡ, Sp. = βασκανία.

Greek (Liddell-Scott)

βασκοσύνη: ἡ, ποιτ. ἀντὶ τοῦ βασκανία, Ποιητὴς π. Βοτ. 51.210.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
mal de ojo, embrujamiento, hechizo προσκλυζομένη ... πρὸς ... βασκοσύνας ... ἔστιν ἄκος Poet.de herb.51, cf. 132, διάσωσόν με ... ἀπὸ ... βασκοσύνης πάσης PMag.8.34, cf. SB 6584.4 (IV/V d.C.), Suppl.Mag.31.4, Hippiatr.Paris.979.

Greek Monolingual

η (Α βασκοσύνη)
η βασκανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βασκανοσύνη (< βάσκανος) με συλλαβική ανομοίωση].