ἀριστοποιέω

From LSJ
Revision as of 15:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριστοποιέω Medium diacritics: ἀριστοποιέω Low diacritics: αριστοποιέω Capitals: ΑΡΙΣΤΟΠΟΙΕΩ
Transliteration A: aristopoiéō Transliteration B: aristopoieō Transliteration C: aristopoieo Beta Code: a)ristopoie/w

English (LSJ)

[ᾱ],    A prepare breakfast, τὰ ἀριστοποιούμενα things prepared for breakfast, X.HG4.5.1:—mostly in Med., get one's breakfast, Th.4.30, 8.95, X.An.3.3.1, 4.3.9, Onos.42.10, etc.; ἠριστοποίηντο X. HG4.5.8.

German (Pape)

[Seite 352] ein Frühstück bereiten, Xen. Cyr. 3, 2, 11. – Med., frühstücken, Xen. Cyr. 4, 1, 9; Dem.23, 165 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστοποιέω: παρασκευάζω ἄριστον, τὰ ἀριστοποιούμενα, τὰ παρασκευασθένα διὰ τὸ ἄριστον, Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 1: ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, λαμβάνω ἄριστον, προγευματίζω, Θουκ. 4. 30., 8. 95, Ξεν. Ἀν. 3. 3, 1., 4. 3, 9, κτλ.· ἠριστοπεποίηντο εἶναι τύπος πλημμελὴς ἐν Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 8, διορθωθεὶς ἤδη ἐκ χειρογρ. εἰς τὸ ὀρθὸν ἠριστοποίηντο. ― ἐκ τοῦ ῥήματος τούτου ἔγεινε τὸ οὐσιαστ. ἀριστοποιία, ἡ, τὸ ἀριστοποιεῖσθαι, Ὀνησάνδ. Στρατηγ. 12.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
préparer le déjeuner;
Moy. ἀριστοποιέομαι-οῦμαι préparer son déjeuner, déjeuner.
Étymologie: ἄριστον², ποιέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀριστοποιέω:
1) готовить завтрак: τὰ ἀριστοποιούμενα Xen. завтрак;
2) med. завтракать Thuc., Xen., Dem., Plut.

Middle Liddell


to prepare breakfast, τὰ ἀριστοποιούμενα things prepared for breakfast, Xen.:—mostly in Mid. to get one's breakfast, Thuc., Xen.