κρίμνον

From LSJ
Revision as of 09:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρίμνον Medium diacritics: κρίμνον Low diacritics: κρίμνον Capitals: ΚΡΙΜΝΟΝ
Transliteration A: krímnon Transliteration B: krimnon Transliteration C: krimnon Beta Code: kri/mnon

English (LSJ)

τό,    A coarse barley meal, Hp. ap. Gal.19.115, Eup.11.5 D.(prob.), Arist.HA501b31 (pl.), PRyl.280v(ii A. D.); grounds in gruel, Call.Fr.205.    2 coarse loaf, AP6.302 (Leon.), Babr.108.9.    3 in pl., crumbs, Herod.6.6; κρίμνα χειρῶν, = ἀπομαγδαλιά, Lyc.607.

Greek (Liddell-Scott)

κρίμνον: τό, (ἴδε ἐν λέξ. κρίνω) χονδροαλεσμέναι κριθαί, Ἱππ. παρὰ Γαλην., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 5· κρίμνον κυκεῶνος ἀποστάζοντος ἔραζε Καλλίμ. παρὰ Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 607· ― ἄρτος ἐκ τοιούτου ἀλεύρου, Ἀνθ. Π. 6. 302, πρβλ. Βαβρ. 108. 9· ― κρίμνα χειρῶν, ψιχία ἄρτου κτλ., πρὸς καθαρισμὸν τῶν χειρῶν κατὰ τὰ δεῖπνα, ὡς τὸ ἀπομαγδαλιά, Λυκόφρ. 607 (ἀλλὰ κρῖμνα ἐν Ἡρώνδ. 6. 6).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 farine d’orge grossière ; pain fait de cette farine ; κρῖμνα χειρῶν mie de pain pour s’essuyer les doigts au cours du repas;
2 goutte du breuvage ou de la bouillie κυκεών.
Étymologie: κρίνω.

Greek Monolingual

κρῑμνον και κρίμνον, τὸ (Α)
1. χοντροαλεσμένο κριθάρι
2. ψωμί παρασκευασμένο από χοντροαλεσμένο κριθάρι
3. στον πληθ. τὰ κρῑμνα ή κρίμνα
ψίχουλα ψωμιού με τα οποία καθάριζαν τα χέρια κατά τα δείπνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με τους τ. κρί, κριθή παρουσιάζει μορφολογικές δυσκολίες, ενώ φαίνεται πιθανότερο ότι το θ. της λ. κρῖ-μν-ον ανάγεται στο ίδιο θ. με τη λ. κρίνω «ξεχωρίζω, κοσκινίζω»].

Greek Monotonic

κρίμνον: τό (κρίνω), χοντροαλεσμένο κριθάρι, χοντρό κριθάλευρο, σε Ανθ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: coarse barley-meal, coarse bread, pl. also crumbs (Hp., Herod., Eup., Arist., pap., Lyc.).
Other forms: -ῖ-?
Derivatives: κριμνώδης κ.-like' (Hp., Ar.); κριμνίτης ἄρτος coarse bread (Iatrocl. ap. Ath. 14, 646a; Redard Les noms grecs en -της 90); κριμνῆστις πλακοῦντος εἶδος H. (cf. on κυλλῆστις)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. The connection with κρῖ, κριθή (Brugmann MU 2, 179, Chantraine Formation 215) is qua formation not explained. Rather to be analysed in κρι-μν-ον to κρίνω as "what is sieved" (Curtius 165, Brugmann Grundr.2 2: 1, 231 a. n.); cf. on κρησέρα. Rejected by Schwyzer 524. - Fur. 245 compares κρίνον kind of bread (Ath. 3, 114f: not in LSJ) as < *κριϜνον.

Middle Liddell

κρίμνον, ου, τό, κρίνω
coarse meal or a coarse loaf, Anth.

Frisk Etymology German

κρίμνον: (-ῖ-?)
{krímnon}
Grammar: n.
Meaning: grobes Gerstenmehl, grobes Brot, pl. auch Krume (Hp., Herod., Eup., Arist., Pap., Lyk. u. a.).
Derivative: Davon κριμνώδης ’κ.-ahnlich’ (Hp., Ar. u. a.); κριμνίτης ἄρτος grobes Brot (Iatrokl. ap. Ath. 14, 646a; Redard Les noms grecs en -της 90); κριμνῆστις· πλακοῦντος εἶδος H. (vgl. zu κυλλῆστις).
Etymology : Erklärung strittig. Die Anknüpfung an κρῖ, κριθή (Brugmann MU 2, 179, Chantraine Formation 215) ist bildungsmäßig nicht zu begründen. Eher empflehlt sich eine Zerlegung in κριμνον zu κρί̄νω als "das Abgesiebte" (Curtius 165, Brugmann Grundr.2 2: 1, 231 u. A.); vgl. zu κρησέρα. Ablehnend Schwyzer 524.
Page 2,20