συκοφάγος

From LSJ
Revision as of 23:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκοφάγος Medium diacritics: συκοφάγος Low diacritics: συκοφάγος Capitals: ΣΥΚΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: sykophágos Transliteration B: sykophagos Transliteration C: sykofagos Beta Code: sukofa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,= συκοτράγος, Hsch.    A s.v. κραδοφάγος, Sch. Pl. Alc.1.118e.

Greek Monolingual

ο / συκοφάγος, -ον, ΝΑ, και συκοφάος Ν
αυτός που του αρέσει να τρώει σύκα, συκοφαγάς
νεοελλ.
ζωολ. κοινή ονομασία του είδους στρουθιομορφου πτηνού Oriolus oriolus της οικογένειας οριολίδες, αλλ. συκολέβι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + -φάγος].

Greek Monolingual

ο / συκοφάγος, -ον, ΝΑ, και συκοφάος Ν
αυτός που του αρέσει να τρώει σύκα, συκοφαγάς
νεοελλ.
ζωολ. κοινή ονομασία του είδους στρουθιομορφου πτηνού Oriolus oriolus της οικογένειας οριολίδες, αλλ. συκολέβι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + -φάγος].