συκοφάγος
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
English (LSJ)
[ᾰ], ον,= συκοτράγος, Hsch. A s.v. κραδοφάγος, Sch. Pl. Alc.1.118e.
Greek Monolingual
ο / συκοφάγος, -ον, ΝΑ, και συκοφάος Ν
αυτός που του αρέσει να τρώει σύκα, συκοφαγάς
νεοελλ.
ζωολ. κοινή ονομασία του είδους στρουθιομορφου πτηνού Oriolus oriolus της οικογένειας οριολίδες, αλλ. συκολέβι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + -φάγος].
Greek Monolingual
ο / συκοφάγος, -ον, ΝΑ, και συκοφάος Ν
αυτός που του αρέσει να τρώει σύκα, συκοφαγάς
νεοελλ.
ζωολ. κοινή ονομασία του είδους στρουθιομορφου πτηνού Oriolus oriolus της οικογένειας οριολίδες, αλλ. συκολέβι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + -φάγος].