μελλητικός

From LSJ
Revision as of 12:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελλητικός Medium diacritics: μελλητικός Low diacritics: μελλητικός Capitals: ΜΕΛΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: mellētikós Transliteration B: mellētikos Transliteration C: mellitikos Beta Code: mellhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A inclined to delay, Arist.Phgn.813a5, Poll.9.138, Vett. Val.18.6.

German (Pape)

[Seite 125] zum Zögern, Zaudern geneigt, Poll. 9, 138.

Greek (Liddell-Scott)

μελλητικός: -ή, -όν, ἔχων κλίσιν ἢ διάθεσιν πρὸς ἀργοπορίαν, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 44, Πολυδ. Θ΄, 138. Ἐπίρρ. -κῶς, ἐν τῷ μέλλοντι ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἤδη, Ἐπιφάν. σ. 337.

Greek Monolingual

μελλητικός, -ή, -όν (Α) μελλητής
1. αυτός που έχει τάση να καθυστερεί, βραδύς
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελλητικόν
καρτερία, υπομονή.
επίρρ...
μελλητικῶς (Α)
1. με ενδοιασμό, με δισταγμό
2. στο μέλλον.

Russian (Dvoretsky)

μελλητικός: медлительный, нерешительный Arst.