σιδηρεύω
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
English (LSJ)
A work in iron, Poll.7.105.
German (Pape)
[Seite 879] Eisen graben, Eisen bearbeiten, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρεύω: (σίδηρος) ἐργάζομαι τὸν σίδηρον, Πολυδ. Ζ΄, 105.
French (Bailly abrégé)
travailler le fer.
Étymologie: σίδηρος.
Greek Monolingual
Α σίδηρος
κατεργάζομαι τον σίδηρο.