χρυσίτης

From LSJ
Revision as of 13:45, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσίτης Medium diacritics: χρυσίτης Low diacritics: χρυσίτης Capitals: ΧΡΥΣΙΤΗΣ
Transliteration A: chrysítēs Transliteration B: chrysitēs Transliteration C: chrysitis Beta Code: xrusi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, mostly in fem. χρυσῖτις, ιδος,

   A like gold, containing gold, ηάμμος χρυσῖτις Hdt.3.102, Str.3.2.8; λίθος IG22.1424a.254; χ. σποδός a yellow powder used for the eyes, Hp.Mul. 1.103; χ. γῆ Gal.12.184; χρυσῖτις alone, a form of λιθάργυρος, Dsc. 5.87.    II ἡ χ. gold-dust or ore, Plu.2.526b.    2 touchstone, lapis Lydins, Poll.7.102.    3 = χρυσοκόμη, Dsc.4.55.

German (Pape)

[Seite 1380] ὁ, fem. χρυσῖτις, goldartig, goldhaltig, ψάμμος Her. 3, 102, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ θηλ., χρυσῖτης, ιδος, ὅμοιος χρυσῷ, περιέχων χρυσόν, ψάμμος χρυσῖτις Ἡρόδ. 3. 102, Στράβ. 146· χρ. σποδός, κιτρίνη τις κόνις χρησιμεύουσα εἰς θεραπείαν τῶν ὀφθαλμῶν, Foës. Oec. Hipp. II. ἡ χρ., χῶμα περιέχον χρυσόν, γῆ μεταλλικὴ περιέχουσα χρυσόν, Πλούτ. 2. 526Α. 2) ἡ δοκιμαστικὴ ἢ λυδία λίθος, lapis Ludius, Πολυδ. Ζ΄, 102. 3) χρυσοκόμη, Ἀριστοτ. περὶ Φυτ. 2. 7, 1· = ἀείζωον τὸ μέγα, Διοσκ. 88 (89) ἐκ τῶν Νόθων.

Spanish

dorado

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
1. ως επίθ. αυτός που περιέχει χρυσό
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «χρυσίτης
εἶδος λίθου».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + κατάλ. -ίτης].

Greek Monotonic

χρῡσίτης: [ῑ], -ου, ὁ, θηλ. χρυσῖτις, -ιδος, όπως το χρυσός, αυτός που περιέχει χρυσό, ψάμμος χρυσῖτις, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

χρῡσί¯της, ου, ὁ,
like gold, containing gold, ψάμμος χρυσῖτις Hdt.