στροβίλιον
From LSJ
Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau
English (LSJ)
τό, Dim. of A στρόβιλος 6, small pine-cone, Dsc.Eup.2.112, Sor.1.123, PLit.Lond.171 (iii A.D.); σ. μεγάλα POxy.1142.6 (iii A.D.). 2 cone-shaped ear-ring, Com.Adesp.1154.
German (Pape)
[Seite 955] τό, dim. von στρόβιλος ein kleiner Fichtenzapfen, auch eine kleine Fichte, nach Phryn. bei B. A. 58 später Ausdruck für πίτυς, – u. ein zapfenförmiger Ohrschmuck, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στροβίλιον: [ῑ], τό, ὑποκορ. τοῦ στρόβιλος, μικρὸς κῶνος πίτυος, Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 2. 108. 2) κωνοειδὲς ἐνώτιον, Πολυδ. Ε´, 97.
Spanish
Greek Monolingual
τὸ, Α στρόβιλος
1. υποκορ. μικρός κώνος πεύκου, μικρό κουκουνάρι
2. κωνοειδές σκουλαρίκι.