εἱμένος
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
English (LSJ)
pf. part. Pass. of ἕννυμι and ἵημι.
Spanish (DGE)
v. ἕννυμι, ἵημι.
Greek (Liddell-Scott)
εἱμένος: μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἕννυμι.
French (Bailly abrégé)
part. pf. Pass. de ἕννυμι;
part. pf. Pass. de ἵημι.
English (Autenrieth)
see ἕννυ^μι.
Greek Monotonic
εἱμένος: μτχ. Παθ. παρακ. του ἕννυμι.
Russian (Dvoretsky)
εἱμένος: part. pf. pass. к ἕννυμι.