θήρημα
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
English (LSJ)
θηρητήρ, θηρ-ήτειρα, θηρ-ήτωρ, Ion. for θήρᾱμα, etc.
German (Pape)
[Seite 1209] τό, ion. = θήραμα, Arist. scol. Iac. 1.
Russian (Dvoretsky)
θήρημα: ἡ ион. = θήραμα.
Greek (Liddell-Scott)
θήρημα: θηρητήρ, -ήτειρα, -ήτωρ, Ἰων. ἀντὶ θήρᾱμα, κτλ.