θεόφιν
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
English (LSJ)
Ep. gen. and dat., sg. and pl., of θεός.
French (Bailly abrégé)
gén. et dat. pl. épq. de θεός.
Greek (Liddell-Scott)
θεόφιν: Ἐπικ. γεν. καὶ δοτ. ἑνικ. καὶ πληθ. τοῦ θεός.
Greek Monotonic
θεόφιν: Επικ. γεν. και δοτ. ενικ. και πληθ. του θεός.
Russian (Dvoretsky)
θεόφιν: эп. gen. и dat. sing. и pl. к θεός I.
Middle Liddell
[epic gen. and dat. sg. and pl. of θεός.]