νεόχμωσις

From LSJ
Revision as of 13:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόχμωσις Medium diacritics: νεόχμωσις Low diacritics: νεόχμωσις Capitals: ΝΕΟΧΜΩΣΙΣ
Transliteration A: neóchmōsis Transliteration B: neochmōsis Transliteration C: neochmosis Beta Code: neo/xmwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,    A innovation, Hsch.: in pl., strange phenomena, Arist.Mu.397a20.    2 renovation, δυνάμιος Aret.CA2.3; renewal, ἐπιπλασμάτων ib.1.10.

German (Pape)

[Seite 246] ἡ, Erneuerung, Herstellung, Arist. de mund. 5, 10 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

νεόχμωσις: ἡ, νεωτερισμός, Ἡσύχ.· ἐν τῷ πληθ., παράδοξοι νεοχμώσεις, παράδοξα φαινόμενα, Ἀριστ. π. Κόσμ. 5, 10. 2) ἀνανέωσις, δυνάμιος Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 3.

Greek Monolingual

νεόχμωσις, ἡ (Α) [[[νεοχμώ]] (II)]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του νεοχμώ, μεταρρυθμιστική τάση, νεωτεριστική ενέργεια
2. οτιδήποτε εμφανίζεται πρόσφατα, η αλλαγή, η μεταρρύθμιση
3. ανανέωση.

Russian (Dvoretsky)

νεόχμωσις: εως ἡ новость, (необычное) явление Arst.