πεντηκοντακέφαλος

From LSJ
Revision as of 13:16, 28 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντηκοντακέφᾰλος Medium diacritics: πεντηκοντακέφαλος Low diacritics: πεντηκοντακέφαλος Capitals: ΠΕΝΤΗΚΟΝΤΑΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: pentēkontaképhalos Transliteration B: pentēkontakephalos Transliteration C: pentikontakefalos Beta Code: penthkontake/falos

English (LSJ)

ον, = πεντηκοντακάρηνος (fifty-headed), Simon. 203, f.l. in Pi. Fr. 93 (ἑκατοντακάρανον cj. Herm.) ; cited from Hes. (v. πεντηκοντακάρηνος) by Sch. S. Tr. 1098.

German (Pape)

[Seite 558] = Vorigem, v. l. Hes. Th. 312.

Greek (Liddell-Scott)

πεντηκοντᾰκέφᾰλος: -ον, = τῷ προηγ., Σιμωνίδ. 207 παρὰ Πινδ. Ἀποσπ. 93, ὁ Ἕρμανν. διορθοῖ ἑκατοντακάρανον.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
πεντηκοντακάρηνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. δι-κέφαλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεντηκοντακέφαλος -ον [πεντήκοντα, κεφαλή] vijftigkoppig.