πηλόδομος
From LSJ
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
English (LSJ)
ον, A clay-built, τοῖχοι ib. 9.662 (Agath.).
Greek (Liddell-Scott)
πηλόδομος: -ον, ὁ ἐκ πηλοῦ κατασκευασθείς, τοῖχοι Ἀνθ. Π. 9. 662.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bâti avec du limon.
Étymologie: πηλός, δέμω.
Greek Monolingual
-ον, Α
χτισμένος με λάσπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + -δομος (< δέμω «κατασκευάζω»), πρβλ. μουσό-δομος].
Greek Monotonic
πηλόδομος: -ον (δέμω), αυτός που είναι φτιαγμένος από πηλό, τοῖχοι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πηλόδομος: построенный из глины, глинобитный (τοῖχοι Anth.).