ἔκκεντρος

From LSJ
Revision as of 22:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκκεντρος Medium diacritics: ἔκκεντρος Low diacritics: έκκεντρος Capitals: ΕΚΚΕΝΤΡΟΣ
Transliteration A: ékkentros Transliteration B: ekkentros Transliteration C: ekkentros Beta Code: e)/kkentros

English (LSJ)

ον, Astron.,    A κύκλος not having the earth as centre, eccentric, Cleom.1.6, Gem.1.34, Ptol.Alm.3.3, etc.    II not occupying a cardinal point, opp. ἔγκ., Vett.Val.97.11.

German (Pape)

[Seite 762] excentrisch, Mathem.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκκεντρος: -ον, ἐκτὸς τοῦ κέντρου, μακρὰν αὐτοῦ, Πολ. ἀντίθετον τῷ σύγκεντρος.

Spanish (DGE)

-ον
astr. excéntrico, cuyo centro no coincide con el de la esfera celeste ἡ (ὑπόθεσις) τῶν ἐκκέντρων κύκλων Theo Sm.166, cf. Procl.Hyp.1.34, in Ti.3.96.27, αἱ καλούμεναι ἔκκεντροι σφαῖραι Simp.in Cael.32.8, cf. Chal.Comm.80, (τῶν πλανητῶν) οἱ κύκλοι Posidon.18, cf. Theo Sm.154, 155, ὁ ἔ. κύκλος ref. la órbita solar, Gem.1.34, cf. Cleom.1.4.58, Ptol.Alm.3.3
astrol. que no coincide con los puntos cardinales del círculo zodiacal οἱ ἀστέρες Vett.Val.92.24, 31, cf. Cat.Cod.Astr.8(1).261.16.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔκκεντρος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται έξω από το κέντρο
2. το ουδ. ως ουσ. μηχανισμός που προορίζεται να μετατρέψει μια ομαλή κυκλική κίνηση σε ευθύγραμμη εναλλασσόμενη
αρχ.
αυτός που στρέφεται γύρω από άξονα ο οποίος δεν περνά από το κέντρο του.