ὑββάλλω
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
English (LSJ)
Ep. for ὑποβάλλω, Il.19.80.
German (Pape)
[Seite 1168] ep. statt ὑποβάλλω, Il. 19, 80.
Russian (Dvoretsky)
ὑββάλλω: Hom. = ὑποβάλλω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑββάλλω: κατ’ Ἐπικ. συγκοπ. ἀντὶ ὑποβάλλω, Ἰλ. Τ. 80. - Καθ’ Ἡσυχ.: «ὑββάλει· ὑπερτίθεται, ὑποβάλλει».
Greek Monolingual
Α
(επικ. συγκεκομμένος τ.) βλ. υποβάλλω.
Greek Monotonic
ὑββάλλω: Επικ. συγκοπτ. αντί ὑποβάλλω.