φρύγιον

From LSJ
Revision as of 10:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρῡγιον Medium diacritics: φρύγιον Low diacritics: φρύγιον Capitals: ΦΡΥΓΙΟΝ
Transliteration A: phrýgion Transliteration B: phrygion Transliteration C: frygion Beta Code: fru/gion

English (LSJ)

τό,    A firewood, LXX Ps.101(102).4.    2 drying-place, basking-place, EM561.12.

German (Pape)

[Seite 1311] τό, dürres Holz, Brennholz, eigentlich neutr. vom Folgdn, LXX. u. E. M.

Greek (Liddell-Scott)

φρύγιον: τό, φρύγανον, «καυσόξυλον», Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΑ΄, 3). 2) τόπος ἐφ’ οὗ ἐκτίθενται πράγματα πρὸς ξήρανσιν εἰς τὸν ἥλιον, Ἐτυμ. Μέγ. 561. 12.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. φρύγανο
2. τόπος όπου εκτίθενται διάφορα πράγματα για ξήρανση στον ήλιο
3. ξύλο με πυρακτωμένο άκρο, δαυλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρύγω + υποκορ. κατάλ. -ίον (πρβλ. σφάγ-ιον)].