βαβίζω
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
or ἀωτ-ύζω, A = βαΰζω, Zenod. ap. Ammon.p.231 V.
German (Pape)
[Seite 423] u. βαβύζω, Sp. für βαΰζω, Zenodot. hinter Ammon.
Spanish (DGE)
ladrar Zenod. en Valckenaer Animadvers.ad Ammonium p.175.
Greek Monolingual
(Μ βαβύζω)
γαβγίζω
νεοελλ.
1. βρίζω, κατηγορώ
2. μουρμουρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από την ηχομιμητική λ. βαβ, που μιμείται το γάβγισμα του σκύλου].