βαυκαλίζω

From LSJ
Revision as of 20:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαυκᾰλίζω Medium diacritics: βαυκαλίζω Low diacritics: βαυκαλίζω Capitals: ΒΑΥΚΑΛΙΖΩ
Transliteration A: baukalízō Transliteration B: baukalizō Transliteration C: vafkalizo Beta Code: baukali/zw

English (LSJ)

A = βαυκαλάω, AB85, Hsch.

German (Pape)

[Seite 439] = βαυκαλάω, B. A. 85.

Spanish (DGE)

arrullar a un niño para dormirlo, Hsch., AB 85.28.

Greek Monolingual

(AM βαυκαλίζω)
νανουρίζω, αποκοιμίζω σιγοτραγουδώντας μονότονα
νεοελλ.
1. αποκοιμίζω ή καθησυχάζω κάποιον με απατηλές υποσχέσεις
2. (-ομαι) μένω ήσυχος ξεγελώντας τον εαυτό μου με αβάσιμες ελπίδες και ψεύτικες υποσχέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του βαυκαλώ].