βολιστικός

From LSJ
Revision as of 20:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βολιστικός Medium diacritics: βολιστικός Low diacritics: βολιστικός Capitals: ΒΟΛΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: bolistikós Transliteration B: bolistikos Transliteration C: volistikos Beta Code: bolistiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (βόλος) A to be caught by the casting-net, Plu.2.977f.

German (Pape)

[Seite 452] mit Netzen zu fangen, Plut. sol. an. 26.

Greek (Liddell-Scott)

βολιστικός: -ή, -όν, (βόλος) ὃν δύναταί τις νὰ συλλάβῃ εἰς τὸ ῥιπτόμενον δίκτυον (τὸν «πεζόβολον»), Πλούτ. 2. 977Ε.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on peut prendre avec un filet.
Étymologie: βολίς.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
susceptible de ser pescado con esparavelde ciertos peces, Plu.2.977f.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α βολιστικός, -ή, -όν) βολίζω
νεοελλ.
ο σχετικός με τη βόλιση
αρχ.
αυτός που μπορεί να πιαστεί στο δίχτυ.

Russian (Dvoretsky)

βολιστικός: закидной (sc. τῶν δικτύων γένος Plut.).