βύζην

From LSJ
Revision as of 20:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βύζην Medium diacritics: βύζην Low diacritics: βύζην Capitals: ΒΥΖΗΝ
Transliteration A: býzēn Transliteration B: byzēn Transliteration C: vyzin Beta Code: bu/zhn

English (LSJ)

Adv. A close pressed, closely, β. κλείειν Th.4.8, cf. Arr.An.2.20.8, App.Pun.123, etc.; β. ὠστιζόμενοι Luc.Lex.4; τὰ β. συνεστηκότα στίφη Ph.2.382. II = ἁθρόως (cf. Erot.), Hp.Nat.Puer.15, Mul.1.5.

German (Pape)

[Seite 467] voll, dicht, gedrängt, Thuc. 4, 8, Schol. ἀθρόως, cf. B. A. 612. 942; Arr. An. 1, 19, 3; Luc. Lexiph. 4.

Greek (Liddell-Scott)

βύζην: ἐπίρρ., στενῶς πεπιεσμένος, στενῶς, β. κλείειν Θουκ. 4. 8.

French (Bailly abrégé)

adv.
en masse, en tas.
Étymologie: βύω.

Spanish (DGE)

adv.
1 abundantemente, a borbotones (αἷμα) β. ἀπιόν Hp.Nat.Puer.15, cf. Mul.1.5, en Erot.29.6, εὐνομ[ί] ης φόρτοισι ... βριθόμενος β. Epigr.Adesp.982.8.
2 apretadamente, estrechamente τοὺς ... ἔσπλους ταῖς ναυσὶν ... β. κλῄσειν ἔμελλον tenían que bloquear las salidas estrechamente con las naves Th.4.8, Arr.An.2.20.8, App.Pun.123, τὰ β. συνεστηκότα στίφη Ph.2.382, β. ὠστιζόμενοι Luc.Lex.4
de pers. todos juntos κατειλούμενοι β. encerrados todos juntos I.BI 3.296, cf. A.D.Adu.198.13, Sch.D.T.276.24, 562.29.

• Etimología: De *βυσ-δην, cf. βυνέω.

Greek Monolingual

βύζην επίρρ. (Α)
στενά, πυκνά, σφιχτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βυσδην < (θ.) βυσ- του αορ. έβυσα + (επιρρ. κατάλ.) -δην].

Greek Monotonic

βύζην: (βύω), επίρρ., σφιχτά πιεσμένα, στενά κλεισμένα, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

βύζην: adv. плотно, вплотную (τοὺς ἔσπλους ταῖς ναυσὶν κλῄσειν Thuc.; ὠστιζόμενοι Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βύζην βύω adv., dicht op elkaar.

Middle Liddell

[βύω]
close pressed, closely, Thuc.