δάμνιππος

From LSJ
Revision as of 21:14, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

ἴσα πάντα, ἴσων ἀμφοτέρων, ἰσάκις ἴσος → all are equal, both are equal, equal multiplied by equal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάμνιππος Medium diacritics: δάμνιππος Low diacritics: δάμνιππος Capitals: ΔΑΜΝΙΠΠΟΣ
Transliteration A: dámnippos Transliteration B: damnippos Transliteration C: damnippos Beta Code: da/mnippos

English (LSJ)

ον, A horse-taming, Orph.A.740.

German (Pape)

[Seite 522] Rosse bändigend, Orph. Arg. 738.

Greek (Liddell-Scott)

δάμνιππος: -ον, ὁ τοὺς ἵππους δαμάζων, Ὀρφ. Ἀργ. 738.

Greek Monolingual

ο (Α δάμνιππος, -ον)
νεοελλ.
νεαρός ιππέας ο οποίος καβαλικεύει τα άλογα που για πρώτη φορά οδηγούνται σε ιππασία
αρχ.
όποιος δαμάζει ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμν- του ρ. δάμνημι «δαμάζω» + ίππος].