διαδηλόω

From LSJ
Revision as of 00:12, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαδηλόω Medium diacritics: διαδηλόω Low diacritics: διαδηλόω Capitals: ΔΙΑΔΗΛΟΩ
Transliteration A: diadēlóō Transliteration B: diadēloō Transliteration C: diadiloo Beta Code: diadhlo/w

English (LSJ)

A make manifest, indicate clearly, PRev. Laws 16.17 (iii B. C.), J.BJ6.9.3, Plu.Caes.6, D.L.4.46, S.E.M.7.87, D.C.40.17.

German (Pape)

[Seite 576] ganz deutlich machen, offenbaren, Plut. Caes. 7; D. L. 4, 46; Ios.

Greek (Liddell-Scott)

διαδηλόω: ποιῶ κατάδηλον, φανερώνω ἐντελῶς, Πλούτ. Καίσ. 6, Διογ. Λ. 4. 46, Ἰώσηπ. Ι. Π. 6. 9, 3.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. διεδήλουν;
rendre tout à fait évident.
Étymologie: διάδηλος.

Spanish (DGE)

I tr.
1 mostrar, evidenciar, poner de manifiesto c. interr. indir. (ἡ νοῦσος) ἐν ταύτῃσι ἡμέρῃσι διαδηλοῖ εἰ θανάσιμος ἢ οὔ Hp.Int.39
c. ac. de abstr. τὴν ἀκμὴν τῆς πόλεως διαδηλῶσαι Νέρωνι I.BI 6.422, cf. D.L.4.46, ὥσπερ οὐδὲ ἐκεῖνα (τὰ ὑποκείμενα) τὴν ἀλλήλων διαδηλοῖ φύσιν S.E.M.7.87, cf. D.C.40.17.2, 43.35.3, ἡδεῖαν διαδηλοῖ φύσιν Aristid.Quint.116.23, cf. 19
representar gráficamente διεδήλου δὲ γράμμασι τὰ Κιμβρικὰ κατορθώματα Plu.Caes.6.
2 ref. al lenguaje, oral o escrito manifestar, dar a conocer διαδηλοῦντες ὅσον ἦν τὸ π[εριὸν ἐκ] τοῦ ἐπάνω χρόνου PRev.Laws 16.17 (III a.C.), cf. PVindob.Boswinkel 1.15 (I d.C.), πάντα ἀλλήλοις διεδήλουν D.C.46.36.5, τὰ ... πλείω ἐς σανίδας γράφων διηδέλου D.C.60.13.5.
II intr. manifestarse διαδηλοῖ δὲ ταῦτα ἐν τῇσιν ἑπτὰ ἡμέρῃσιν Hp.Morb.1.26, cf. 3.15.

Greek Monotonic

διαδηλόω: μέλ. -ώσω, φανερώνω, κάνω κάτι εμφανές, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

διαδηλόω: пояснять, обозначать (γράμμασί τι Plut. и τινα Diog. L.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαδηλόω [διάδηλος] duidelijk maken.

Middle Liddell

fut. ώσω
to make manifest, Plut.