θερμοκύαμος
From LSJ
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
English (LSJ)
[ῠ], ἡ, a A leguminous plant, of a kind between the θέρμος and the κύαμος, Diph.87.
German (Pape)
[Seite 1201] ὁ, Diphil. Ath. II, 55 e, Hülsenfrucht (von θέρμος u. κύαμος).
Greek (Liddell-Scott)
θερμοκύᾰμος: ἡ, εἶδος ὀσπρίου μεταξὺ τοῦ θερμοῦ καὶ τοῦ κυάμου, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 2, Ἀθήν. 55Ε.
Greek Monolingual
θερμοκύαμος, ἡ (Α)
είδος οσπρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρμος «λούπινο» + κύαμος «κουκί»].