θυμοβορέω
From LSJ
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
A gnaw, vex the heart, Hes.Op. 799.
German (Pape)
[Seite 1223] das Herz verzehren, am Herzen nagen, Hes. O. 801.
Greek (Liddell-Scott)
θῡμοβορέω: τρώγω ἢ ἐνοχλῶ τὴν καρδίαν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 801.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
se ronger le cœur.
Étymologie: θυμοβόρος.
Greek Monotonic
θῡμοβορέω: τρώω ή ενοχλώ την καρδιά, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
θῡμοβορέω: терзать сердце, мучить, угнетать Hes.