καθαριεύω

From LSJ
Revision as of 10:16, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 468
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰθαριεύω Medium diacritics: καθαριεύω Low diacritics: καθαριεύω Capitals: ΚΑΘΑΡΙΕΥΩ
Transliteration A: katharieúō Transliteration B: katharieuō Transliteration C: katharieyo Beta Code: kaqarieu/w

English (LSJ)

A to be kaqa/rios, in Med., Alex.Aphr. Pr.2.53. II = καθαρεύω 3, Hdn.Gr. ap. Choerob.in Theod.1.232, Theognost.Can.28, etc.

German (Pape)

[Seite 1281] dasselbe, Sp.; auch vom Styl, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰθᾰριεύω: εἶμαι καθάριος, Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 4. 6· ἴδε Valck. εἰς Ξενοφ. Ἀποσπ. 2. 1, 22, Stallb. εἰς Πλάτ. Φαίδ. 58Β.

Greek Monolingual

καθαριεύω (Α)
1. (για το φωνήεν α) καθαρεύω, ακολουθώ άλλο φωνήεν ή το σύμφωνο ρ, είμαι καθαρός
2. μέσ. καθαριεύομαι
είμαι καθάριος, αγαπώ την καθαριότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του καθαρεύω.