καθηδύνω

From LSJ
Revision as of 10:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθηδύνω Medium diacritics: καθηδύνω Low diacritics: καθηδύνω Capitals: ΚΑΘΗΔΥΝΩ
Transliteration A: kathēdýnō Transliteration B: kathēdynō Transliteration C: kathidyno Beta Code: kaqhdu/nw

English (LSJ)

[ῡ], A sweeten, αἱ μέλιτται κ. τὸ πόμα Max.Tyr.27.6; ζωμὸς καθηδυσμένος περιττῶς Ath.4.140a. 2 gratify, τινα Eun.VS p.458B.

German (Pape)

[Seite 1284] sehr süßen, würzen, ζωμὸς καθηδυσμένος Ath. IV, 140 a u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καθηδύνω: γλυκαίνω, ζωμὸς καθηδυσμένος περιττῶς Ἀθήν. 140Α· - εὐαρεστῶ, τινὰ Εὐνάπ. σ. 13· τὴν ὄσφρησιν Εὐμάθ. σ. 130 ἔκδ. Teuch.

Greek Monolingual

(AM καθηδύνω)
1. κάνω γλυκό κάτι, γλυκαίνω
2. προκαλώ τέρψη σε κάποιον, ευφραίνω, χαροποιώ, ευχαριστώ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἡδύνω (< ἡδύς)].