καιρικός

From LSJ
Revision as of 10:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καιρικός Medium diacritics: καιρικός Low diacritics: καιρικός Capitals: ΚΑΙΡΙΚΟΣ
Transliteration A: kairikós Transliteration B: kairikos Transliteration C: kairikos Beta Code: kairiko/s

English (LSJ)

ἡ, όν, A timely, ἀπαγγελίαι IG3.769. 2 appropriate to certain times or seasons, seasonable, ἄνθη PMag.Leid.W.24.1. b Astrol., belonging to the καιρός or chronocratory, κ. Χρόνοι Ἀφροδίτης Nech. ap. Vett.Val.289.37. c Astron., ὧραι κ. hours of the kind that vary in length with the season, opp. ἰσημεριναί, Ptol.Alm.4.11, 7.3, Tetr.76. 3 Gramm., temporal, Eust.17.3. 4 καιρικαὶ βαφαί, dub. sens. in Zos.Alch.p.246B., cf. p.228, 239, al.

German (Pape)

[Seite 1296] zur Zeit gehörig, sie betreffend, Sp., auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

καιρικός: -ή, -όν, τοῦ καιροῦ, ἀνήκων εἰς τὸν καιρόν, Εὐστ. 17. 3. -Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. ἐν Πονηματ. 266. 94.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM καιρικός, -ή, -όν) καιρός
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στον καιρό, δηλ. στην ατμοσφαιρική κατάσταση, ο ατμοσφαιρικός («καλές καιρικές συνθήκες»)
2. αυτός που οφείλεται στον καιρό («καιρικές αλλοιώσεις τών αρχαίων μνημείων»)
μσν.
γραμμ. ο χρονικός
αρχ.
1. αυτός που γίνεται έγκαιρα, ο επίκαιρος
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εποχή
3. αστρολ. αυτός που ανήκει στη χρονική περίοδο αστέρα
4. (για ώρες) αυτός που έχει άνιση διάρκεια, αυτός του οποίου η διάρκεια ποικίλλει αναλόγως του μήκους και της εποχής.
επίρρ...
καιρικῶς (Μ)
με καιρικό τρόπο.