καλάμινος

From LSJ
Revision as of 10:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλάμῐνος Medium diacritics: καλάμινος Low diacritics: καλάμινος Capitals: ΚΑΛΑΜΙΝΟΣ
Transliteration A: kaláminos Transliteration B: kalaminos Transliteration C: kalaminos Beta Code: kala/minos

English (LSJ)

[λᾰ], η, ον, A of reed, οἰκίαι Hdt.5.101; ὀϊστοί, τόξα, Id.7.61, 65; Χάραξ PSI4.393.6 (iii B.C.); σῦριγξ, αὐλός, Ar.Fr.719, Ath. 4.182d; κ. πλέγμα cheese-crate, Poll.7.173: σκελετός, ἄπυγος, καλάμινα σκέλη φορῶν with legs like reeds, Pl.Com.184.3. II of cane, bamboo, πλοῖα κ. Hdt.3.98.

German (Pape)

[Seite 1307] von Rohr; πλοῖα Her. 3, 93; οἰκία 5, 101; αὐλός Ath. IV, 182 d Poll. 10, 153, wie σύριγγες 4, 67.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de roseau, fait en roseau.
Étymologie: κάλαμος.

Greek Monolingual

-η, -ο και καλαμένιος, -α, -ο (AM καλάμινος, -ίνη, -ον)
αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλάμι (α. «καλαμένια στέγη» β. «καλάμινος αὐλὸς», Αριστοφ.)
αρχ.
αυτός που έχει ισχνά σκέλη («σκελετός, ἄπυγος, καλάμινα σκέλη φορῶν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -ινος (νεοελλ. και -ένιος)].

Greek Monotonic

κᾰλάμῐνος: -η, -ον (κάλᾰμος),
I. καλαμένιος, φτιαγμένος από καλάμι, σε Ηρόδ.
II. κατασκευασμένος από βέργες, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλάμῐνος: (λᾰ)
1) тростниковый, камышовый (οἰκίαι, τόξα Her.): τὸ καλάμινον πῦρ Arst. огонь горящего камыша;
2) бамбуковый (πλοῖα Her.): καλάμου ἓν γόνυ πλοῖον ἕκαστον ποιέεται Her. каждая лодка делается из одного (лишь) колена бамбука.

Middle Liddell

κᾰλάμῐνος, η, ον [κάλᾰμος]
I. made of reed, Hdt.
II. made of cane, Hdt.