καλλυντήριος

From LSJ
Revision as of 10:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλυντήριος Medium diacritics: καλλυντήριος Low diacritics: καλλυντήριος Capitals: ΚΑΛΛΥΝΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: kallyntḗrios Transliteration B: kallyntērios Transliteration C: kallyntirios Beta Code: kallunth/rios

English (LSJ)

ον, A of or for beautifying: hence τὰ Κ., a festival on the 19th Thargelion, when the statue of Athena Polias was fresh adorned, Phot., EM487.13.

German (Pape)

[Seite 1312] ον, schön machend, schmückend; τὰ καλλυντήρια, ein Fest in Athen, am 19. Thargelion gefeiert, B. A. 270, 1 u. Phot., wie πλυντήρια.

Greek (Liddell-Scott)

καλλυντήριος: -ον, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ καλλύνειν, «καλλυντήρια· κοσμητήρια» Ἡσύχ.· τὰ καλλυντήρια, ἑορτὴ κατὰ τὴν 19ην του Θαργηλιῶνος, ὁπότε τὸ ἄγαλμα τῆς Ἀθηνᾶς ἐκ νέου ἐκαλύνετο, δηλ. ἐκοσμεῖτο, Φώτ., Ἐτυμολ. Μ. 487. 13· πρβλ. Πλυντήρια.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α καλλυντήριος, -ον) καλλύνω
ο κατάλληλος να καλλύνει, να ομορφαίνει, ο καλλωπιστικός
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το καλλυντήριο
μέρος ή εργαστήριο καλλωπισμού
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Καλλυντήρια
εορτή που γινόταν στην Αθήνα από τις 19 ώς τις 25 του μήνα Θαργηλιώνος προς τιμή της Πολιάδος Αθηνάς, κατά την οποία έπλεναν και στόλιζαν το άγαλμα της θεάς.