Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατάκαρπος

From LSJ
Revision as of 10:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάκαρπος Medium diacritics: κατάκαρπος Low diacritics: κατάκαρπος Capitals: ΚΑΤΑΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: katákarpos Transliteration B: katakarpos Transliteration C: katakarpos Beta Code: kata/karpos

English (LSJ)

ον, A fruitful, Aristodem. ap. Ath.11.495f, LXXHo.14.7. Adv. -πως abundantly, κ. κατοικηθήσεται Ἱερουσαλήμ ib.Za.2.4(8).

German (Pape)

[Seite 1352] mit Früchten versehen, fruchtreich; ἀμπέλου κλάδος Aristodem. bei Ath. XI, 495 f; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκαρπος: -ον, καρποφόρος, κλάδος κ. Ἀριστόδ. παρ’ Ἀθην. 495F·- κ. ἐλαία, ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει καὶ πλούσιος. - Ἐπίρρ. -πως, ἀφθόνως, πλουσίως, Ἑβδ. (Ὡσ. ΙΔ΄, 7).

Greek Monolingual

κατάκαρπος, -ον (AM)
γεμάτος καρπούς.
επίρρ...
κατακάρπως
άφθονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -καρπος (< καρπός), πρβλ. έγ-καρπος, επί-καρπος].