καταφάνεια

From LSJ
Revision as of 11:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφάνεια Medium diacritics: καταφάνεια Low diacritics: καταφάνεια Capitals: ΚΑΤΑΦΑΝΕΙΑ
Transliteration A: katapháneia Transliteration B: kataphaneia Transliteration C: katafaneia Beta Code: katafa/neia

English (LSJ)

[ᾰν], ἡ, A clearness, κ. καὶ γαλήνη Plu.2.914f. II manifestness, κ. ποιεῖν ἐν τοῖς λόγοις ib.715f.

Greek (Liddell-Scott)

καταφάνεια: ἡ, τὸ καθαρῶς φαίνεσθαι, ἐνάργεια, διαφάνεια, διαύγεια, Πλούτ. 2. 914F· διαύγειαν καὶ κ. ταῖς ὄψεσι διδόντες 915F·- σαφήνεια, τὸ κατάδηλον ἤθους καὶ πάθους, κ. ποιεῖν ἐν τοῖς λόγοις, = πᾶν ἦθος καταφανὲς ποιεῖν ὁ αὐτ. 715F.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
clarté, transparence.
Étymologie: καταφανής.

Greek Monolingual

καταφάνεια, ἡ (Α) καταφανής
1. καθαρότητα, διαφάνεια
2. σαφήνεια, ενάργεια.

Russian (Dvoretsky)

καταφάνεια: (φᾰ) ἡ ясность, прозрачность Plut.