καταφαγεῖν
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
English (LSJ)
serving as aor. 2 to κατεσθίω (q. v.); Dor. inf. -ῆμεν Epich.42.4: later fut. A καταφάγομαι LXX 3 Ki.12.24m, PIand.26.23,34 (i A. D.), Gloss.:—devour, eat up, αὐτὰρ ἐπεὶ κατὰ τέκν' ἔφαγε Il.2.317, cf. Hdt.2.141 (tm.), 3.25, Eup.352, Luc.Merc.Cond.17. 2 spend in eating, waste, μή τοι κατὰ πάντα φάγωσι κτήματα Od.3.315, 15.12; τὴν πατρῴαν οὐσίαν Aeschin.1.96; πατρῴαν γῆν Men.349.4.
Greek (Liddell-Scott)
καταφᾰγεῖν: χρησιμεῦον ὡς ἀόρ. β´ τοῦ κατεσθίω (ὃ ἴδε)· ― κατατρώγω, ἀφανίζω, αὐτὰρ ἐπεὶ κατὰ τέκν᾿ ἔφαγε Ἰλ. Β. 317· πρβλ. Ἐπίχ. παρ᾿ Ἀθην. 85D, Ἡρόδ. 2. 141., 3. 35. 2) δαπανῶ εἰς φαγητὸν, κατατρώγων, ἀφανίζω, κατασπαταλῶ (κατοψοφαγῶ), μήτοι κατὰ πάντα φάγωσιν κτήματα Ὀδ. Γ. 315., Ο. 12, πρβλ. Αἰσχίν. 18. 38, Λουκ. μισθ. Συνόντ. 17· πατρῴαν γῆν Μένανδρ. ἐν «Ναυκλ.» 2, πρβλ. καταπίνω ΙΙ. 2·― ὑπάρχει μέλλ. καταφάγομαι παρὰ τοῖς Ἑβδ., τὸν τεθνηκότα οἱ κύνες καταφάγονται (πρβλ. ἔδομαι).
Greek Monotonic
καταφᾰγεῖν: λειτουργεί ως αόρ. βʹ του κατ-εσθίω,
1. καταβροχθίζω, κατατρώω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
2. καταναλώνω, δαπανώ στο φαγητό, αφανίζω, κατασπαταλώ, σε Ομήρ. Οδ., Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
καταφαγεῖν: inf. aor. 2 к κατεσθίω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταφαγεῖν aor. van κατεσθίω.
Middle Liddell
[serving as aor2 to κατεσθίω
1. to devour, eat up, Il., Hdt.
2. to spend in eating, waste, devour, Od., Aeschin.